Αἰγινητικά

Αἰγινητικά
Αἰγινητικός
of the Aeginetan School
neut nom/voc/acc pl
Αἰγινητικά̱ , Αἰγινητικός
of the Aeginetan School
fem nom/voc/acc dual
Αἰγινητικά̱ , Αἰγινητικός
of the Aeginetan School
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αιγινήτικος — η, ο (Α αἰγινητικός, ή, όν) [Αἰγινήτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα ή προέρχεται από αυτήν «αἰγινητικά ἔργα» (Παυσανίας) αγάλματα τής Σχολής τής Αίγινας, νεώτ. «αιγινήτικα κανάτια», τα γνωστά πήλινα που κατασκευάζονταν ιδίως στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Κυριαζής, Αθανάσιος — (Αγρίνιο 1887 – 1950). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Μεσολόγγι. Σπούδασε στη νομική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος, ενώ διετέλεσε επίσης οικονομικός επίτροπος …   Dictionary of Greek

  • αιγινήτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αίγινα: Τα αιγινήτικα κανάτια ήταν ονομαστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”